στυτικός

στυτικός
η , ό[ν] возбуждающий эрекцию

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στυτικός" в других словарях:

  • στυτικός — ή, ό / στυτικός, ή, όν, ΝΑ [στύω, στύομαι] αυτός που προκαλεί στύση τού πέους, διεγερτικός τής αφροδίσιας ορμής …   Dictionary of Greek

  • στυτικῇ — στυτικός causing priapism fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυτικάς — στυτικά̱ς , στυτικός causing priapism fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»